- αποπλασσομαι
- ἀποπλάσσομαιἀπο-πλάσσομαιатт. ἀποπλάττομαι ваять, лепить, изображать
(τὸν Δία Plut.; εἰκόνα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν Δία Plut.; εἰκόνα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπλάσσομαι — ἀποπλάσσομαι (Α) απομιμούμαι, αναπαριστάνω … Dictionary of Greek
ἀποπλαχθέντα — ἀποπλάσσομαι model aor part mp neut nom/voc/acc pl ἀποπλάσσομαι model aor part mp masc acc sg ἀποπλάζω lead away from aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποπλάζω lead away from aor part pass masc acc sg ἀποπλᾱχθέντα , ἀποπλήσσω cripple by a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλάττεσθαι — ἀποπλάσσομαι model pres inf mp (attic) ἀποπλά̱ττεσθαι , ἀποπλήσσω cripple by a stroke pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλάττεται — ἀποπλάσσομαι model pres ind mp 3rd sg (attic doric aeolic) ἀποπλά̱ττεται , ἀποπλήσσω cripple by a stroke pres ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλαττομένας — ἀποπλαττομένᾱς , ἀποπλάσσομαι model pres part mp fem acc pl (attic) ἀποπλαττομένᾱς , ἀποπλάσσομαι model pres part mp fem gen sg (attic doric aeolic) ἀποπλᾱττομένᾱς , ἀποπλήσσω cripple by a stroke pres part mp fem acc pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)